- παίγνιο, παιχνίδι
- el joc
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
μπαίγνιο — το (Μ μπαίγνιο) περίγελος («με τα καμώματά του έγινε μπαίγνιο τού κόσμου») νεοελλ. (για πρόσ.) αφελής άνθρωπος που εύκολα εξαπατάται, κορόιδο («ποιον λυπάσαι κι έχεις έγνοια τώρα πού πιες το κρασί; / τους ανθρώπους που ναι μπαίγνια» Ζερβ.).… … Dictionary of Greek
σκιοπαίγνιο — το, Ν παιχνίδι κατά το οποίο διάφορες φιγούρες σχηματίζονται από την σκιά τών δακτύλων τών χεριών σε τοίχο ή σε οθόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + παίγνιο] … Dictionary of Greek
χαρτοπαίγνιο — το, Ν 1. παιχνίδι με τραπουλόχαρτα 2. χαρτοπαιξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίγνιο. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπαίγνιον, μαρτυρείται από το 1809 στον Αλ. Βασιλείου] … Dictionary of Greek